- εκτενής
- -ες (AM ἐκτενής, -ές)αυτός που απλώνεται σε έκταση, εκτεταμένος («εκτενής αγρός, οδός, μελέτη, λόγος, συζήτηση»)αρχ.1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή τάση να εκτείνεται προς άλλους ή άλλα, και επομ. μεταδοτικός, βοηθητικός, φιλικός2. (για πρόσ.) αυτός που επεκτείνει την ενέργεια ή τη φροντίδα του, δραστήριος, επιμελής3. (για πράξη) συνεχής, ακατάπαυστος, έντονος, επίμονος4. αυτός που παρέχει ή παρέχεται εκτεταμένα, επομένως ο άφθονος («ἐκτενὲς γάλα»)5. εκκλ. «ἐκτενὴς δέησις» ή απλώς μετά τα αναγνώσματα, υπέρ τών κτιτόρων και ευεργετών τού ναού, τού επισκόπου, τών ευσεβών χριστιανών κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.